μαστέλος

μαστέλος
ο
το μαστέλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαστέλο, με αλλαγή γένους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαστέλο — το, και μαστέλος, ο μεγάλο ξύλινο δοχείο το οποίο χρησιμοποιείται για την άντληση ή εναποθήκευση νερού και άλλων υγρών, κάδος, κουβάς («κουβαλάει νερό με το μαστέλο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mastello] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”